- περιστερόεις
- περιστερό-εις, εσσα, εν,A of the verbena,
πέτηλα Nic.Th.860
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέτηλα Nic.Th.860
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιστερόεις — εσσα, εν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη ή περιστερεών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερ εών «το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
περιστερόεντα — περιστερόεις of the verbena neut nom/voc/acc pl περιστερόεις of the verbena masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek